Παρασκευή 1 Ιουλίου 2011

Νατουροπαθητική και Γονιμότητα

Γονιμότητα χωρίς φάρμακα! – Τι είναι η Νατουροπαθητική

Το μήνυμα από την Κίνα που διδάσκει πώς να διατηρήσετε τον οργανισμό σας υγιή και ισορροπημένο με την κατάλληλη διατροφή, άσκηση και την θετική στάση.





Η Νατουροπαθητική (αφάρμακη ιατρική) είναι μέρος της παραδοσιακής Κινέζικης ιατρικής. Η νατουροπαθητική σας διδάσκει πώς να διατηρήσετε τον οργανισμό σας υγιή και ισορροπημένο με την κατάλληλη διατροφή, άσκηση και την θετική στάση.
Συνήθως εκείνοι που ασκούν την νατουροπαθητική συνιστούν να αποφεύγετε την καφεΐνη επειδή η κατανάλωση καφεΐνης εμπλέκεται με την ωορρηξία.
Επίσης, σας συνιστούν να διατηρείτε το βάρος σας σε φυσιολογικά επίπεδα και να καταναλώνετε μόνον βιολογικές τροφές, όπως φρούτα και λαχανικά, που παράγονται χωρίς τη χρήση τοξικών χημικών.
 
Πρέπει να αποφεύγετε την πρόσληψη οινοπνευματωδών ποτών επειδή η υπερβολική πρόσληψη οινοπνευματωδών αυξάνει την παραγωγή της ορμόνης που ονομάζεται προλακτίνη. Αυτό διαταράσσει τον έμμηνο κύκλο και τελικά οδηγεί σε προβλήματα που σχετίζονται με την γονιμότητα.
Επίσης, πρέπει να αποφεύγετε το κάπνισμα. Το κάπνισμα είναι πολύ βλαβερό για τον οργανισμό σας και μειώνει σημαντικά την ροή αίματος στον τράχηλο και περιορίζει την δράση των κροσσών. Οι κροσσοί είναι πολύ μικρά τριχίδια στην σάλπιγγα που καθοδηγούν το ωάριο προς τη μήτρα.

Διατροφική θεραπεία για την αντιμετώπιση της γυναικείας υπογονιμότητας

Για την καλή λειτουργία του οργανισμού σας, η ισορροπημένη διατροφή παίζει ουσιώδη ρόλο. Τα συμπληρώματα είναι πολύ σημαντικά για την βελτίωση της γονιμότητάς σας.
Η ανεπαρκής πρόσληψη θερμίδων και πρωτεϊνών λόγω του υποσιτισμού είναι το κύριο αίτιο της υπογονιμότητας. Κατά συνέπεια, η επαρκής διατροφή είναι πολύ κρίσιμη για την αντιμετώπιση οποιασδήποτε ασθένειας καθώς και της υπογονιμότητας.
Καταναλώνετε σπόρους κολοκύθας για τα κατάλληλα επίπεδα ψευδαργύρου καθώς αυτά είναι πολύ σημαντικά για την υγεία των αναπαραγωγικών οργάνων.
Αντιμετώπιση της γυναικείας υπογονιμότητας με κατάλληλη διατροφή και τρόπο ζωής
Ο διατροφολόγος σας συνιστά κάποιες αλλαγές στην διατροφή και στον τρόπο ζωής όπως:
  • Διακοπή καπνίσματος και διακοπή χρήσης μη αναγκαίων φαρμάκων.
  • Αποφυγή καφεΐνης, οινοπνευματωδών και υπερβολικής κατανάλωσης ζάχαρης.
  • Αποφυγή τροφών με πρωτεΐνη καλαμποκιού και γλουτένη.
  • Επαρκής κατανάλωση βιταμίνης Α.
  • Αύξηση της πρόσληψης πλήρων τροφών, που έχουν υψηλή περιεκτικότητα σε ιχνοστοιχεία και βιταμίνες προκειμένου να διασφαλίσετε ότι οι ωοθήκες σας παράγουν υγιή ωάρια.
  • Κατανάλωση σωστών ποσοτήτων βασικών λιπαρών οξέων. Οι βασικές πηγές λιπαρών οξέων περιλαμβάνουν: λιπαρά ψάρια, καρπούς, φασόλια, ξηρούς καρπούς, έλαια ιχθύων και μη ραφιναρισμένα φυτικά λίπη.
  • Η επαρκής κατανάλωση λιπαρών οξέων αυξάνει την παραγωγή των σεξουαλικών ορμονών.
  • Καταναλώνετε τα αναγκαία συμπληρώματα. Η βιταμίνη Ε είναι το καλύτερο συμπλήρωμα που βοηθά στην ενεργοποίηση της παραγωγής τραχηλικής βλέννας.
  • Αναγνωρίστε και ελέγξτε τις κοινές τροφικές αλλεργίες.
  • Να ασκείστε τακτικά.
  • Να πίνετε άφθονο νερό.
  • Πρόσληψη επαρκών επιπέδων σιδήρου επειδή η ανεπάρκεια σιδήρου οδηγεί σε υπογονιμότητα.
Οι θεραπευτές ανέφεραν ότι η ανεπάρκεια βιταμινών και ιχνοστοιχείων και οποιαδήποτε έκθεση σε τοξικά χημικά παρεμβάλλονται στην παραγωγή σπερματοζωαρίων και ωαρίων και μπορεί να οδηγήσουν σε αποβολή.

Συμπληρώματα βιταμινών ή ιχνοστοιχείων για την απουσία ωορρηξίας:

  • Βιταμίνη C (δεδομένα για τη βιταμίνη C)– 500 ως 1,000 milligrams την ημέρα
  • Βιταμίνη E – 400-800 διεθνείς μονάδες την ημέρα
  • Πολλαπλά ιχνοστοιχεία και βιταμίνες υψηλής δυναμικότητας
  • Λινέλαιο (Flaxseed oil), 1 κουταλιά την ημέρα
  • Αμινοξέα και L-αργινίνη – 16 γραμμάρια την ημέρα
Αντί της λήψης διαφόρων άλλων συμβατικών φαρμάκων και θεραπειών, η εφαρμογή κατάλληλων αλλαγών στον τρόπο ζωής σας και στη διατροφή σας οδηγούν σε αποτελεσματική βελτίωση της γονιμότητας και σας παρέχουν μια ευκαιρία να μείνετε έγκυες.


ΠΗΓΗ: www.WomenHealthZone.com

Βελονισμός και εξωσωματική


Εξωσωματική με βελονισμό;

- Οι γυναίκες που σκέφτονται το ενδεχόμενο εξωσωματικής γονιμοποίησης με βελονισμό θα πρέπει να ξεκινούν την θεραπεία τουλάχιστον δύο μήνες πριν την χορήγηση του πρώτου κύκλου εξωσωματικής γονιμοποίησης



Ο βελονισμός είναι η αρχαία Κινέζικη πρακτική κατά την οποία τοποθετούνται βελόνες στα διαφορετικά στρατηγικά σημεία του σώματος. Η μέθοδος αυτή έχει κερδίσει έδαφος τις τελευταίες τρεις δεκαετίες στις Ηνωμένες Πολιτείες και σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες χάρη στην ικανότητά της να θεραπεύει ορισμένες παθήσεις. Πρόσφατα η μέθοδος αυτή χρησιμοποιήθηκε και για την αντιμετώπιση της υπογονιμότητας οδηγώντας στην εξωσωματική γονιμοποίηση με βελονισμό.



Τι είναι η εξωσωματική γονιμοποίηση με βελονισμό;

Στην εξωσωματική γονιμοποίηση με βελονισμό, χρησιμοποιούνται πολύ λεπτές (σαν τρίχα) βελόνες μίας χρήσης. Χρησιμοποιούνται για τοποθέτηση σε πολύ συγκεκριμένα σημεία του σώματος όπως σημεία των μεσημβρινών προκειμένου να χαλαρώσει η μήτρα. Τα σημεία αυτά βρίσκονται στο κάτω μέρος της πλάτης, στο κάτω μέρος της κοιλιάς και στα πόδια.

Εντωμεταξύ, λαμβάνονται υπόψη και κάποια άλλα σημεία στον αυχένα, στο κεφάλι και στο πάνω μέρος της πλάτης επειδή μπορούν να ενεργοποιήσουν το αυτόνομο νευρικό σύστημα που είναι υπεύθυνο για την πρόκληση χαλάρωσης.

Οι γυναίκες που σκέφτονται το ενδεχόμενο εξωσωματικής γονιμοποίησης με βελονισμό θα πρέπει να ξεκινούν την θεραπεία τουλάχιστον δύο μήνες πριν την χορήγηση του πρώτου κύκλου εξωσωματικής γονιμοποίησης.

Σε γενικές γραμμές, τα αποτελέσματα του βελονισμού δεν επέρχονται άμεσα. Αν και οι περισσότερες ασθενείς κάνουν βελονισμό από μερικούς μήνες μέχρι και για ένα χρόνο, η θεραπεία είναι διαφορετική για κάθε γυναίκα.

Η εξωσωματική γονιμοποίηση με βελονισμό είναι μία τεχνική που θεωρείται ότι αποκαθιστά την ισορροπία και βελτιώνει τη συνολική υγεία του ατόμου. Επιπροσθέτως, προάγει την παραγωγή ωοθυλακίων, ενισχύει την ροή του αίματος στη μήτρα και βελτιώνει το πάχος του ενδομητρίου.

Μελέτες για την εξωσωματική γονιμοποίηση με βελονισμό

Αν και οι ιατρικοί ερευνητές έχουν αναλύσει επί μακρόν το κατά πόσον η εξωσωματική γονιμοποίηση με βελονισμό είναι μία πιθανή μορφή θεραπείας της υπογονιμότητας, δεν έχει εξαχθεί κάποιο συμπέρασμα που να υποστηρίζει την αποτελεσματικότητά της. Στην πραγματικότητα, τα εγχειρίδια ιατρικής υιοθετούν αντικρουόμενες απόψεις ως προς την εξωσωματική γονιμοποίηση με βελονισμό και τον ρόλο της στο να μείνει μία γυναίκα έγκυος.

Σε μία μελέτη το Φεβρουάριο του 2008 που εκπονήθηκε από τον Καθηγητή Edward Ernst επιβεβαιώθηκε ότι η εξωσωματική γονιμοποίηση με βελονισμό μπορεί να αυξήσει το ποσοστό επιτυχίας κατά 65%. Αντίστοιχα ανέφερε ότι η επίδραση placebo (εικονικής θεραπείας) σε γυναίκες που προσδοκούσαν να είναι αποτελεσματική η θεραπεία σε εκείνες, τις έκανε να αισθάνονται πιο χαλαρές, γεγονός που οδηγούσε σε αυξημένα ποσοστά εγκυμοσύνης.

Το ενδιαφέρον είναι ότι η επίδραση placebo (εικονικής θεραπείας) αναφέρεται ότι έχει μη σημαντικό ρόλο σε περιπτώσεις όπου τα ποσοστά εγκυμοσύνης είναι υψηλά.

Εντούτοις, σε μία άλλη μελέτη που εκπονήθηκε από μία ομάδα ιατρών τον Απρίλιο του 2009, βρέθηκε ότι η εξωσωματική γονιμοποίηση με βελονισμό δεν παίζει σημαντικό ρόλο στη γονιμότητα.

Η Dr. Alice Domar ήταν επικεφαλής της μελέτης που εξήγαγε αυτό το συμπέρασμα. Επανέλαβε ότι αν και η εξωσωματική γονιμοποίηση με βελονισμό μπορεί να είναι ζωτικής σημασίας μετά την εμβρυομεταφορά, η μέθοδος δεν είναι σε θέση να διορθώσει ένα έμβρυο που παρουσιάζει βλάβες λόγω συγκεκριμένων χρωμοσωμικών ελλειμμάτων και ανωμαλιών.

Αντίθετα, εξακολουθεί να συνιστά εξωσωματική γονιμοποίηση με βελονισμό δεδομένου ότι είναι μια υγιεινή μέθοδος και δεν συνοδεύεται από ανεπιθύμητες ενέργειες. Βοηθά την γυναίκα να χαλαρώσει και την κάνει να αισθάνεται αισιόδοξη.

Πρόσφατα, το Μάρτιο του 2010, η Βρετανική Εταιρεία Γονιμότητας εκπόνησε τη δική της μελέτη η οποία επιβεβαίωσε τα ευρήματα της μελέτης της Δρ. Domar 2009. Για άλλη μία φορά βρέθηκε ότι η εξωσωματική γονιμοποίηση με βελονισμό δεν είναι αποτελεσματική ως μέσο υποβοηθούμενης σύλληψης.

Ο βελονισμός ελέγχθηκε σε διαφορετικά στάδια της όλης διαδικασίας και πάλι δεν προέκυψαν εύλογα ευρήματα που να ενισχύουν τον ισχυρισμό ότι η εξωσωματική γονιμοποίηση με βελονισμό είναι όντως αποτελεσματική.

Οι μελέτες όμως δεν τελειώνουν σε αυτό το σημείο. Οι ιατροί που συμμετείχαν στις δοκιμές παραδέχτηκαν ότι εξακολουθούν να υπάρχουν ακόμη ασαφείς περιοχές που αφορούν στο θέμα και που πρέπει να ξεκαθαρίσουν. 

   

Παρασκευή 27 Μαΐου 2011

Η ΒΙΟΨΙΑ ΠΟΛΙΚΟΥ ΣΩΜΑΤΙΟΥ (PCD) ΔΙΝΕΙ ΑΝΑΞΙΟΠΙΣΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ.


Γίνεται προσπάθεια για επιλογή των υγιέστερων ωαρίων με την μέθοδο της προεμφυτευτικής διάγνωσης μετά από λήψη βιοψίας του πολικού σωματίου του ωαρίου. Νεώτερες έρευνες όμως δείχνουν ότι αυτή η τεχνική δεν δίνει πάντα αξιόπιστα αποτελέσματα.




Οι
Dr. Steffann και οι συνεργάτες του Nadine Gigarel, και Jean-Paul Bonnefont, και ο Arnold Munnich από το Université Paris-Descartes και Hôpital Necker-Enfants Malades και επίσης ο David Samuels από το Vanderbilt University Medical Center στο Nashville διαπίστωσαν ότι το DNA του πολικού σωματίου  δεν ταυτίζεται πάντα με το DNA του ωαρίου. Η ταύτιση αφορά μόνο στο DNA του πυρήνα και όχι στο DNA των μιτοχονδρίων. Σε περιπτώσεις που υπάρχουν μεταλλάξεις στα γονίδια των μιτοχονδρίων αυτές δεν μπορούν να διαγνωστούν. Έτσι δεν αναμένεται βελτίωση των ποσοστών επιτυχίας στην εξωσωματική όταν ακολουθείται η διαδικασία βιοψίας πολικού σωματίου.



Ο γυναικολόγος Μιχάλης Μπομπότης σχολιάζει ότι στο κέντρο εξωσωματικής «Βιοδημιουργία» η λήψη βιοψίας γίνεται συνήθως στο στάδιο των 8 κυττάρων ή στο στάδιο βλαστοκύστης.





A new study demonstrates that a procedure used in preconception diagnosis to identify eggs that are free of genetic disease might not work well in all cases.



The research, published by Cell Press in the April issue of the American Journal of Human Genetics, highlights the issues associated with analyzing the amount of mutant mitochondrial DNA in supporting cells as a proxy for eggs prior to in vitro fertilization.

Preimplantation genetic diagnosis (PGD) and preconception diagnosis (PCD) are services that have been very useful to couples who have a genetic defect in their family. "PGD and PCD represent alternatives to conventional prenatal diagnosis for couples who have a high risk of giving birth to a child affected with a serious genetic disorder ... and can prevent the anxiety associated with a prenatal diagnosis procedure and the optional termination of the pregnancy," explains lead study author Dr. Julie Steffann from the Université Paris-Descartes and Hôpital Necker-Enfants Malades in Paris, France. The processes involve performing genetic diagnostics on a cell removed from a developing embryo, in the case of PGD, or from a cell called a polar body, which supports the unfertilized egg, in the case of PCD. Those embryos and eggs that are found to be free of mutations are then considered safe to proceed with through pregnancy.

Dr. Steffann and colleagues Nadine Gigarel, and Jean-Paul Bonnefont, and Arnold Munnich from the Université Paris-Descartes and Hôpital Necker-Enfants Malades and David Samuels from Vanderbilt University Medical Center in Nashville, TN show that assuming the polar body has a genetic make-up that matches that of the unfertilized egg can be complicated in some cases. The polar body divides from the egg when the egg develops, so it was thought that it could serve as a proxy for the egg and that testing it would allow a genetic diagnosis to be made without harming the egg. This is true for genes in the nuclear DNA, but the authors show that things are different for genes in the mitochondria.

If a person has a mutation in mitochondrial DNA, it can be present in all of the mitochondria or in a percentage of the mitochondria. This is referred to as mutant load. If the mutant load is high, the person can have the disease associated with that mutation, but if the mutant load is low enough, the person can be healthy. For these reasons, clinicians performing PCD want to select eggs with a low mutant load. In this work, Dr. Steffann and colleagues show that there is a poor correlation between the mutant load of mitochondrial DNA in an egg and that of its polar body. Finding a low mutant load in a polar body doesn't mean that the mutant load will be low in the associated egg; this could lead to incorrect conclusions regarding which eggs are safe to use for pregnancy.

"Our findings argue against the use of the polar body as a diagnostic material for mtDNA disorders, unless the purpose is for the selection of embryos that are completely mutation free," concludes Dr. Steffann. "Indeed, all mutation-free polar bodies were found to be associated with mutation-free eggs. Unfortunately, because the number of mutation-free eggs is low in women who have mtDNA mutations, the PCD option would dramatically decrease the successful pregnancy rate."




Παρασκευή 29 Απριλίου 2011

IVM Ωρίμανση in vitro: Η ωρίμανση των ωαρίων στο εργαστήριο οδηγεί σε μεγαλόσωμα βρέφη;

Μια ανασκόπηση μελετών σε βρέφη που γεννήθηκαν έπειτα από θεραπεία υπογονιμότητας με ωρίμανση in vitro έχει προτείνει ότι έχουν περισσότερες πιθανότητες να γεννηθούν με μεγαλύτερο μέγεθος από τα φυσιολογικά και να προκαλέσουν πιο δύσκολους τοκετούς που απαιτούν περισσότερες μαιευτικές παρεμβάσεις, όπως είναι οι καισαρικές τομές.

Οι συγγραφείς της ανασκόπησης βιβλιογραφίας που παρουσιάζεται  στα πλαίσια της 26ης ετήσιας συνάντησης της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Ανθρώπινης Αναπαραγωγής και Εμβρυολογίας στη Ρώμη θεωρούν ότι αυτό μπορεί να είναι ένα πρόβλημα που συνδέεται με την διαδικασία εξωσωματικής ωρίμανσης κατά την οποία τα ανώριμα ωάρια λαμβάνονται από τις ωοθήκες της γυναίκας και ωριμάζουν στο εργαστήριο πριν γονιμοποιηθούν, ενώ τα έμβρυα που προκύπτουν μεταφέρονται στη μήτρα της γυναίκας. Τόνισαν ότι χρειάζεται προσοχή στη χρήση της εξωσωματικής ωρίμανσης μέχρι να αποσαφηνιστούν τα ευρήματά τους από άλλες μελέτες.

Ο Δρ. Peter Sjöblom, υπεύθυνος της Nurture, κλινικής εξωσωματικής γονιμοποίησης του Πανεπιστημίου του Nottingham, στο Ιατρικό Κέντρο της Βασίλισσας (Queens Medical Centre) (Nottingham, Μεγάλη Βρετανία), δήλωσε: «Εξετάσαμε τέσσερις διαφορετικές ομάδες δεδομένων από τέσσερις διαφορετικές χώρες και αν και οι αριθμοί ήταν μικροί και οι διαφορές ήπιες, ανιχνεύσαμε ένα επαναλαμβανόμενο εύρημα που δεν μπορούμε να αγνοήσουμε. Πιστεύουμε ακράδαντα ότι αυτά τα ευρήματα πρέπει να διερευνηθούν περαιτέρω».

Ο Δρ. Sjöblom και οι συνάδελφοί του ανέλυσαν δεδομένα από μελέτες με βρέφη που γεννήθηκαν έπειτα από εξωσωματική ωρίμανση (IVM), εξωσωματική γονιμοποίηση (IVF) και ενδοκυτταροπλασματική σπερματέγχυση (ICSI) στην Δανία, στην Φινλανδία, στον Καναδά και στην Κορέα. Βρήκαν ότι το βάρος γέννησης 165 βρεφών που γεννήθηκαν έπειτα από εξωσωματική ωρίμανση (IVM) ήταν κατά 0,3% έως 6% υψηλότερο από τον εθνικό μέσο όρο για γεννήσεις ενός παιδιού και κατά 6%-9% υψηλότερο από αυτό των παιδιών που είχαν συλληφθεί έπειτα από εξωσωματική (IVF) ή/και ενδοκυτταροπλασματική σπερματέγχυση (ICSI). Τα ποσοστά καισαρικών τομών ήταν σταθερά υψηλότερα έπειτα από τη διαδικασία εξωσωματικής ωρίμανσης (IVM): για μονήρεις κυήσεις με εξωσωματική ωρίμανση (IVM) τα ποσοστά κυμαίνονταν από 30-60% έναντι 27-44% για γεννήσεις έπειτα από εξωσωματική γονιμοποίηση (IVF) ή/και ενδοκυτταροπλασματική σπερματέγχυση (ICSI). Οι εγκυμοσύνες με εξωσωματική ωρίμανση (IVM) είχαν υψηλά ποσοστά αποβολών (25-37%) και η μέση περίοδος κύησης ήταν 3-11 ημέρες μεγαλύτερη απ’ ότι για εγκυμοσύνες με IVF/ICSI. Αν και δεν υπήρχαν αδιάσειστα στοιχεία για άλλες μαιευτικές επεμβάσεις, οι συγγραφείς θεώρησαν ότι θα ήταν επίσης πιθανό να πραγματοποιούνται πολύ περισσότερες επεμβάσεις όπως προκλήσεις τοκετού, τοκετού έλξης με αντλία κενού και τοκετοί με εμβρυουλκία σε σύγκριση με τοκετούς έπειτα από IVF/ICSI και τοκετούς έπειτα από φυσική σύλληψη.

«Τα ευρήματα αυτά δείχνουν ότι η διαδικασία εξωσωματικής ωρίμανσης IVM έχει σημαντικό αντίκτυπο στην πρώιμη ανάπτυξη», ανέφερε ο Δρ. Sjöblom. «Το εύρημα του αυξημένου βάρους κατά τη γέννηση, του μεγαλύτερου αριθμού μαιευτικών επεμβάσεων και ενδεχομένως της μακρύτερης περιόδου κύησης συνάδει με το Σύνδρομο Μεγαλόσωμου Εμβρύου. Δεν μπορεί να εξηγηθεί με το επιχείρημα ότι υπάρχει μεγαλύτερη αναλογία γυναικών με σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών στην ομάδα όπου πραγματοποιείται εξωσωματική ωρίμανση του ωαρίου (IVM*), δεδομένου ότι το βάρος γέννησης του βρέφους δεν διέφερε σημαντικά από εκείνο των βρεφών που γεννήθηκαν έπειτα από φυσική σύλληψη».

Ο Δρ.
Sjöblom καλεί τους ιατρούς που   κάνουν εξωσωματική ωρίμανση (IVM) και τις κλινικές να συγκεντρώσουν τα δεδομένα τους σχετικά με τις μαιευτικές και νεογνικές εκβάσεις έπειτα από θεραπείες  υπογονιμότητας επειδή, προς το παρόν, είναι διαθέσιμα μόνον περιορισμένα δεδομένα για μικρούς αριθμούς γεννήσεων. Και επισημαίνει: «Αυτό θα πρέπει να μας διευκολύνει να εξετάσουμε πιο προσεκτικά την υγεία και την φυσιολογία των νεογνών που γεννιούνται κατόπιν θεραπείας υπογονιμότητας, έτσι ώστε να μπορούμε να κάνουμε μια πιο λεπτομερή αξιολόγηση της υγείας των νεογνών. Αν το εύρημα το οποίο έχουμε παρατηρήσει εξακολουθεί να ισχύει καθώς θα αυξάνεται ο αριθμός των παρατηρήσεων, τότε θα πρέπει να ξεκινήσουμε εις βάθος μελέτες των μηχανισμών. Απαιτείται προσοχή πριν προχωρήσουμε με την τεχνική εξωσωματικής ωρίμανσης (IVM) σε μεγάλη κλίμακα».

Ο Δρ. Sjöblom αναφέρει ότι οι ενδεχόμενοι μηχανισμοί που συμμετέχουν ήταν ασαφείς: «Έχει περιγραφεί στη βιβλιογραφία ότι η έκφραση γονιδίων μεταβάλλεται στα ωάρια που υποβάλλονται σε εξωσωματική ωρίμανση (IVM), σε σύγκριση με εκείνα που ωριμάζουν φυσιολογικά στο σώμα. Ενδέχεται τα τελικά στάδια της ανάπτυξης του ωαρίου πριν από την ωορρηξία να περιλαμβάνουν φάσεις που είναι κρίσιμες για την ανάπτυξη και αυτές να μην προκύπτουν όταν η ωρίμανση πραγματοποιείται στο εργαστήριο. Μια άλλη πιθανή εξήγηση είναι ότι η προετοιμασία του «στρώματος» της μήτρας (ενδομήτριο) είναι διαφορετική και ότι αυτό μπορεί να επηρεάζει την ανάπτυξη, όπως έχει ήδη αποδειχθεί σε μελέτες σε ζώα».

Οι μακρόχρονες συνέπειες για την υγεία των βρεφών που έχουν γεννηθεί έπειτα από εξωσωματική ωρίμανση (IVM) επίσης δεν είναι γνωστές. «Προς όφελος της υγείας και της ασφάλειας των βρεφών και των μητέρων τους, πρέπει να παρακολουθούμε τα βρέφη που έχουν γεννηθεί έπειτα από εξωσωματική ωρίμανση (IVM) από την στιγμή της ωρίμανσης των ωαρίων στο εργαστήριο μέχρι την γέννησή τους και την ενήλικο ζωή τους. Επίσης πρέπει να εξετάζουμε λεπτομερώς τις πιθανές επιδράσεις στη φυσιολογία, όπως είναι οι μεταβολές στην πίεση του αίματος. Εντούτοις, πρέπει να ξεκαθαρίσουμε στο κοινό ότι, προς το παρόν, δεν έχουν παρατηρηθεί σημαντικά προβλήματα σε παιδιά που έχουν γεννηθεί έπειτα από εξωσωματική ωρίμανση (IVM). Όλες οι κλινικές υπογονιμότητας όμως πρέπει να μοιράζονται τα λεπτομερή τους δεδομένα, έτσι ώστε να μπορούμε να συμπεράνουμε ότι δεν συντρέχει λόγος ανησυχίας», ολοκλήρωσε ο Δρ. Sjöblom.

Ο υπεύθυνος ιατρός της "Βιοδημιουργίας" Μιχαήλ Μπομπότης, σχολιάζει ότι θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί στην εφαρμογή της μεθόδου αυτής. Καθώς τα αποτελέσματα της ωρίμανσης ωαρίων στο εργαστήριο δεν είναι ιδιαίτερα υψηλά, δεν υπάρχει λόγος να εφαρμόζουμε την μέθοδο αυτή εκτός και αν είναι απόλυτα αναγκαίο.

 

Σάββατο 2 Απριλίου 2011

Μέχρι που μπορεί να φτάσει η εξωσωματική;


Βλέποντας κανείς την εξέλιξη της εξωσωματικής τα τελευταία 30 χρόνια διαπιστώνει μια διαρκή αύξηση των ποσοστών επιτυχίας. Μέχρι πρόσφατα τα υψηλά αυτά ποσοστά συνδυαζόταν με αντίστοιχα υψηλά ποσοστά πολύδυμων κυήσεων. Οι πολύδυμες κυήσεις παρουσιάζουν συχνά επιπλοκές όπως υπολειπόμενη ανάπτυξη, πρόωρος τοκετός, τοξιναιμία κύησης κλπ.

Τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια προσπάθεια να αποφεύγουμε τις πολύδυμες κυήσεις χωρίς αυτό να έχει αρνητικό αντίκτυπο στα ποσοστά επιτυχίας. Αυτό έχει δημιουργήσει μια τάση προς ηπιότερα πρωτόκολλα διέγερσης ωοθηκών καθώς και προς το φυσικό κύκλο. Ουσιαστικά ο στόχος είναι σε κάθε προσπάθεια εξωσωματικής να μεταφέρουμε μόνο ένα έμβρυο και παράλληλα να διατηρήσουμε υψηλά ποσοστά επιτυχίας.

Έρχονται λοιπόν να βοηθήσουν σε αυτή την κατεύθυνση, αφ ενός μεν η καλλιέργεια των εμβρύων μέχρι το στάδιο των βλαστοκύστεων για καλύτερη επιλογή τους, αφ’ ετέρου δε η χρήση της μεθόδου υαλοποίησης (vitrification) για κατάψυξη των πλεοναζόντων εμβρύων.

Μια νέα τεχνική υπόσχεται να συμβάλει στην καλύτερη επιλογή εμβρύων. Αυτή είναι η Συστοιχία Συγκριτικού Γονιδιωματικού Υβριδισμού (Αrray Comparative Genomic Ηybridisationrray CGΗ)). Η μέθοδος αυτή είναι γρήγορη και ακριβής στο να ανιχνεύει βλάβες στα 23 χρωμοσώματα του ωαρίου που εμπλέκονται σε αποβολές και σε γενετικές ανωμαλίες του εμβρύου. Αν μπορούμε να επιλέγουμε τα υγιή ωάρια θα έχουμε αύξηση των ποσοστών επιτυχίας της εξωσωματικής. Πόση θα είναι αυτή, μένει να αποδειχθεί.

Ένας διαφορετικός τρόπος προσέγγισης για την επιλογή των εμβρύων έρχεται από το πανεπιστήμιο Στάνφορντ της Καλιφόρνια. Η επιλογή των εμβρύων επιτυγχάνεται με τη βοήθεια ενός αυτοματοποιημένου μαθηματικού αλγορίθμου, ο οποίος αξιολογεί τα δεδομένα που προκύπτουν από την βιντεοσκόπηση, με ειδικό μικροσκόπιο, του εμβρύου τις δυο πρώτες μέρες ανάπτυξης του.

Τέλος, πολλές προσδοκίες αφήνει μια νέα μέθοδος, όπου η επιλογή των εμβρύων γίνεται με βάση τα προϊόντα μεταβολισμού στο καλλιεργητικό υλικό τους (metabolomics).

Δυστυχώς εκτός από την χρήση βλαστοκύστεων, οι υπόλοιπες καινοτομίες έχουν πολύ υψηλό κόστος χρήσης ή ανάγκη σημαντικών βελτιώσεων προτού γίνουν καθολικά αποδεκτές.

Δευτέρα 7 Μαρτίου 2011

Επιτυχής κύηση μετά από καρκίνο του μαστού στη Βιοδημιουργία

Η περίπτωση μιας 35 χρονης καρκινοπαθούς και της αδελφής της που έγινε παρένθετη μητέρα

Στο κέντρο Βιοδημιουργία υπάρχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την διατήρηση της γονιμότητας σε ζευγάρια με διάγνωση καρκίνου σε κάποιον από τους συντρόφους.
Πριν τρία χρόνια σε ένα νεαρό ζευγάρι διαγνώσθηκε ότι η σύζυγος πάσχει από καρκίνο μαστού. Δεν είχαν παιδιά και η ίδια ήταν 35 χρονών. Μέσα στην αναστάτωση που επικρατούσε προνόησαν και συμβουλεύτηκαν τον γυναικολόγο, εξειδικευμένο γιατρό στην εξωσωματική, Μιχάλη Μπομπότη.
Ο Μιχάλης Μπομπότης, επιστημονικός υπεύθυνος της μονάδας μας, συζήτησε μαζί τους τις επιλογές που είχαν για διατήρηση γονιμότητος. Δεν υπήρχε χρόνος για χάσιμο και αποφασίστηκε να καταψυχθεί ένα έμβρυο που προέκυψε από φυσικό κύκλο λίγες μέρες πριν χειρουργηθεί. Δηλαδή, η γυναίκα δεν πήρε καθόλου φάρμακα για την εξωσωματική. Η κατάψυξη έγινε με τη μέθοδο της υαλοποίησης. Μετά από την μαστεκτομή, την χημειοθεραπεία και την ακτινοθεραπεία που ακολούθησε, η γυναίκα παραμένει ελεύθερη συμπτωμάτων.
Προ τριμήνου έγινε απόψυξη του εμβρύου αυτού και μεταφέρθηκε στην αδελφή της γυναίκας, η οποία προσφέρθηκε να γίνει παρένθετη μητέρα, ώστε να μην εκτεθεί η αδελφή της στα υψηλά επίπεδα οιστρογόνων μιας εγκυμοσύνης.
Το αποτέλεσμα ήταν μια επιτυχής εγκυμοσύνη η οποία εξελίσσεται ικανοποιητικά.
Είμαστε περήφανοι για την επιτυχία όλης της διαδικασίας που δίνει ελπίδα σε πολλά ζευγάρια που αντιμετωπίζουν τον καρκίνο του μαστού σε νεαρή ηλικία, να έχουν την ευκαιρία να τεκνοποιήσουν χωρίς να επιβαρύνουν την υγεία της γυναίκας.
Ο κ. Μπομπότης τονίζει ότι η επιτυχία στηρίζεται σε δύο σημαντικούς παράγοντες:
  • Άμεσος συντονισμός για ωοληψία χωρίς λήψη φαρμάκων
  • Υψηλά ποσοστά επιβίωσης εμβρύων μετά από κατάψυξη με την μέθοδο της υαλοποίησης.
Να σημειωθεί ότι στην Βιοδημιουργία εφαρμόζουμε την μέθοδο υαλοποίησης πρώτοι στην Ελλάδα από το 2006.


Πέμπτη 3 Μαρτίου 2011

Αrray CGH: το μέλλον στον προγεννητικό έλεγχο

Η επιστήμη πλέον προχωράει μπροστά με αλματώδη πρόοδο όσον αφορά τον προγεννητικό έλεγχο. Πλησιάζει η εποχή που ο κλασσικός καρυότυπος θα αποτελεί παρελθόν καθώς έρχονται νέες τεχνικές (array CGH) που θα ελέγχουν ολόκληρο το γονιδίωμα του εμβρύου.

Τι είναι η τεχνική συστοιχίας CGH;
Η τεχνική συστοιχίας Συγκριτικού Γονιδιωματικού Υβριδισμού είναι μια προηγμένη τεχνολογία που επιτρέπει την ανίχνευση χρωμοσωμικών ανωμαλιών, οι οποίες δεν μπορούν να ανιχνευθούν στο μικροσκόπιο. Ο καθορισμός καρυότυπου εξαρτάται από την ποιότητα και την ανάλυση του μικροσκοπίου και δεν μπορεί να εντοπίσει πολύ μικρές χρωμοσωμικές αλλοιώσεις. Αυτές οι πολύ μικρές αλλοιώσεις, οι οποίες λέγονται συχνά «υπομικροσκοπικές αλλοιώσεις» επειδή δεν φαίνονται στο μικροσκόπιο, μπορούν να προκαλέσουν διαταραχή της ανάπτυξης. Η συστοιχία CGH αποκαλείται επίσης απλώς μικροσυστοιχία.
Η συστοιχία CGH συγκρίνει το DNA του παιδιού σας με ένα δείγμα DNA αναφοράς και εντοπίζει διαφορές μεταξύ των δύο DNA. Με τον τρόπο αυτό, μπορούν να εντοπιστούν τυχόν απαλοιφές ή διπλασιασμοί (ανωμαλίες) στο DNA του παιδιού σας. Με βάση αυτό, μπορεί να προσδιοριστεί στη συνέχεια το γονιδιακό περιεχόμενο μιας τέλειας ανωμαλίας.

Ποια είναι τα οφέλη της τεχνικής συστοιχίας Συγκριτικού Γονιδιωματικού Υβριδισμού (CGH);
  • Μπορεί να βοηθήσει εσάς και το γιατρό σας να ελέγχετε κοινά προβλήματα υγείας που σχετίζονται με χρωμοσωμικές ανωμαλίες του παιδιού σας
  • Μπορεί να βοηθήσει να προβλέψετε τι θα πρέπει να περιμένετε καθώς θα μεγαλώνει το παιδί σας
  • Μπορεί να δείξει ποια συγκεκριμένα γονίδια περιλαμβάνονται στην απαλοιφή ή το διπλασιασμό του DNA του παιδιού σας. Εάν το γονίδιο ή τα γονίδια έχουν συσχετιστεί με συγκεκριμένο πρόβλημα υγείας, μπορεί να βοηθήσει στην αντιμετώπιση ή τη θεραπεία του
  • Μπορεί να σας βοηθήσει να απευθυνθείτε στους κατάλληλους ειδικούς για το παιδί σας
  • Μπορείτε να επιλέξετε να ενταχθείτε σε κάποια ομάδα υποστήριξης, ώστε να συναντήσετε και άλλους γονείς που αντιμετωπίζουν παρόμοια θέματα
  • Οι γονείς και τα άλλα μέλη της οικογένειας μπορούν να υποβληθούν σε εξετάσεις για να διαπιστωθεί εάν είναι φορείς αλλοιώσεων του DNA τους, οι οποίες ενέχουν το κίνδυνο να κάνουν παιδιά με χρωμοσωμική αλλοίωση

Ποια είναι τα πλεονεκτήματα της τεχνικής συστοιχίας CGH;
  • Μπορούν να ελεγχθούν και τα 46 χρωμοσώματα με μία εξέταση
  • Είναι πιο ευαίσθητη και ακριβής από το συμβατικό καθορισμού του καρυότυπου
  • Η διάγνωση με την τεχνική συστοιχίας CGH μπορεί να γλυτώσει το παιδί σας από την ανάγκη να υποβληθεί σε πολλούς άλλους ελέγχους
  • Μπορεί να αποκαλύψει ποια συγκεκριμένα γονίδια περιλαμβάνονται στην απαλοιφή ή το διπλασιασμό του DNA
  • Μπορεί να χρησιμεύσει στον προσδιορισμό σημείων διακοπής σε ανωμαλίες που είναι ήδη γνωστές

Ποιοι είναι οι περιορισμοί της τεχνικής συστοιχίας CGH;
  • Κάποιες χρωμοσωμικές αλλοιώσεις δεν μπορούν να εντοπιστούν με την τεχνική συστοιχίας CGH (για παράδειγμα απειροελάχιστες αλλοιώσεις του DNA ή αναδιατάξεις που δεν συνεπάγονται έλλειμμα ή πλεόνασμα γενετικού υλικού DNA)
  • Μπορεί να εντοπίσει χρωμοσωμικές αλλοιώσεις, οι οποίες είναι γνωστές ως παραλλαγές αριθμού αντιγράφων (copy-number variants (CNV)). Αυτές οι αλλοιώσεις είναι συνήθεις στο γενικό πληθυσμό και είναι ως επί το πλείστον είναι τελείως αβλαβής. Μερικές φορές όμως μια τέτοια παραλλαγή CNV μπορεί να επηρεάσει την υγεία ή την ανάπτυξη του οργανισμού. Οι παραλλαγές αριθμού αντιγράφων μπορεί να δυσκολέψουν την ερμηνεία μιας συστοιχίας CGH, κι έτσι θα πρέπει να υποβληθούν σε εξέταση και οι γονείς ώστε να ερμηνευτούν τα αποτελέσματα. Είναι ένα θέμα που πρέπει να συζητηθεί με τον παιδίατρο ή το γενετιστή σας
  • Υψηλό κόστος εξέτασης προς το παρόν